Οι νέες οδηγίες για τη
θεραπεία του ζαχαρώδη διαβήτη με φάρμακα από το στόμα, που δημοσιεύτηκαν
στις 7 Φεβρουαρίου 2012 από το Αμερικανικό Κολλέγιο Ιατρών, περιλαμβάνουν
τα ακόλουθα:
- Όταν η δίαιτα, η σωματική άσκηση και η απώλεια βάρους αποτυγχάνουν
να βελτιώσουν την υπεργλυκαιμία, δηλαδή τα ψηλά επίπεδα
ζαχάρου (γλυκόζης) στο αίμα, σε ασθενείς με διαβήτη, τότε ο γιατρός τους θα πρέπει να
χορηγεί φαρμακευτική θεραπεία από το
στόμα
- Η μετφορμίνη είναι το φάρμακο επιλογής που πρέπει να χορηγείται
αρχικά ως μονοθεραπεία, εκτός εάν υπάρχει αντένδειξη χορήγησης του εν
λόγω φαρμάκου
- Εάν η μετφορμίνη και οι αλλαγές στον τρόπο ζωής αποτυγχάνουν να
διορθώσουν την υπεργλυκαιμία, τότε μπορεί να προστεθεί στη θεραπεία του
ασθενούς ένα δεύτερο αντιδιαβητικό φάρμακο από το στόμα. Δεν συστήνεται
κάποιος συνδυασμός ως καλύτερος από άλλους. Ωστόσο, μερικές έρευνες
δείχνουν ότι η μετφορμίνη, όταν δίνεται με κάποιο άλλο αντιδιαβητικό
φάρμακο από το στόμα, έχει καλύτερη αποτελεσματικότητα από άλλες
μονοθεραπείες ή συνδυασμένες θεραπείες.
Οι συστάσεις αυτές βασίστηκαν σε συστηματική ανασκόπηση ερευνών που
έγιναν από το 1996 έως τον Απρίλιο του 2010 και οι οποίες εξέτασαν την
αποτελεσματικότητα των διαφόρων κατηγοριών των φαρμάκων που χορηγούνται
από το στόμα για τη θεραπεία του ζαχαρώδη διαβήτη.
Τα αντιδιαβητικά φάρμακα που χορηγούνται από το στόμα και τα οποία
εξετάστηκαν στην ανασκόπηση ήταν:
- Μετφορμίνη
- Σουλφονυλουρίες
- Μεγλιτινίδες
- Θειαζολιδινεδιόνες
- Αναστολείς α-γλυκοσιδασών
- Αναστολείς διπεπτιδυλ-πεπτιδάσης 1
- Ανταγωνιστές υποδοχέων GLP-1
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η μετφορμίνη:
- Είναι πιο αποτελεσματική από άλλα αντιδιαβητικά φάρμακα που
δίνονται από το στόμα για τη μείωση της γλυκόζης αίματος, όταν
δίνεται μόνη ή σε συνδυασμό με άλλα φάρμακα
- Μειώνει το βάρος σώματος
- Βελτιώνει την κατάσταση της χοληστερόλης αίματος
Ο ζαχαρώδης διαβήτης εκδηλώνεται όταν οι μηχανισμοί του σώματος του
ασθενούς δεν μπορούν να αποθηκεύουν σωστά την ενέργεια από τη διατροφή
στα κύτταρα.
Το αποτέλεσμα είναι το ζάχαρο, η γλυκόζη, στο αίμα του ασθενούς να
παραμένει σε ψηλές συγκεντρώσεις. Τα ψηλά επίπεδα ζαχάρου στο αίμα
προκαλούν σοβαρά προβλήματα στον ασθενή, όπως μεταξύ άλλων νεφρική
ανεπάρκεια, τύφλωση, νευροπάθειες, καρδιακές παθήσεις, μολύνσεις και
διαταραχές που δυνατόν να οδηγούν σε ακρωτηριασμό.
Η ινσουλίνη βοηθά τον οργανισμό να μετατρέπει το φαγητό που
προσλαμβάνεται σε αποθηκευμένη ενέργεια. Επιπλέον συμβάλλει στη
διατήρηση κανονικών επιπέδων γλυκόζης στο αίμα.
Στον ζαχαρώδη διαβήτη τύπου 2, τα κύτταρα του σώματος δεν
ανταποκρίνονται στη δράση της ινσουλίνης. Για τον λόγο αυτό η γλυκόζη
στο αίμα παραμένει αυξημένη.
Μερικοί ασθενείς μπορούν να ξεπεράσουν το πρόβλημα της αντίστασης των
κυττάρων στην ινσουλίνη με τη δίαιτα και τη σωματική άσκηση. Ωστόσο οι
περσότεροι ασθενείς με ζαχαρώδη διαβήτη τύπου 2 χρειάζονται φάρμακα για
τη διατήρηση κανονικών επιπέδων γλυκόζης αίματος.
Συνήθως, αρχικά χορηγούνται αντιδιαβητικά φάρμακα από το στόμα. Εάν
δεν υπάρξει καλός έλεγχος της γλυκόζης αίματος, τότε χρησιμοποιείται η
ινσουλίνη.
Οι νέες οδηγίες βοηθούν τους γιατρούς και τους ασθενείς να
διαλέγουν καλύτερα την αποτελεσματικότερη θεραπεία από τον μεγάλο αριθμό
αντιδιαβητικών φαρμάκων που προσφέρονται και χορηγούνται από το στόμα.