Η προσωπικότητα, ο χαρακτήρας και η καρδία

Η επιθετικότητα, ο θυμός, το άγχος και η κατάθλιψη αυξάνουν τον κίνδυνο για καρδιακή πάθηση.

Είναι γνωστό ότι τα συχνά επεισόδια κατάθλιψης, άγχους, επιθετικότητας και θυμού, αυξάνουν τις πιθανότητες ενός ανθρώπου να προσβληθεί από στεφανιαία νόσο της καρδίας.

Όμως όταν τα αρνητικά αυτά ψυχολογικά χαρακτηριστικά παρουσιάζονται σε ένα άτομο σε συνδυασμό, τότε δημιουργείται ιδιαίτερα ψηλός κίνδυνος για καρδιοπάθεια.  

Ο κίνδυνος προσβολής των ανθρώπων από στεφανιαία νόσο της καρδίας εξαιτίας του συνδυασμού των αρνητικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, δεν είχε μέχρι πρόσφατα διερευνηθεί. Γιατροί από το ιατρικό κέντρο του πανεπιστημίου του Durham των Ηνωμένων Πολιτειών, διερεύνησαν το εν λόγω ζήτημα σε 2.105 βετεράνους του πολέμου στο Βιετνάμ.

Ο στόχος των ερευνητών ήταν πρώτα να εξετάσουν πόσο κίνδυνο για καρδιοπάθεια δημιουργούσε από μόνο του, το κάθε αρνητικό ψυχολογικό χαρακτηριστικό (κατάθλιψη, επιθετικότητα, θυμός, άγχος). Στη συνέχεια ήθελαν να δουν πόσο αυξανόταν ο κίνδυνος στεφανιαίας καρδιακής πάθησης όταν σε ένα άτομο συνυπήρχαν 2 ή περισσότερα από τα εν λόγω αρνητικά ψυχολογικά χαρακτηριστικά.

Η διάρκεια της παρακολούθησης των ανδρών αυτών ήταν περίπου 20 χρόνια. Όταν άρχισε η έρευνα, κανένας από τους άνδρες αυτούς δεν έπασχε από καρδιακό πρόβλημα.

Στην αρχική αξιολόγηση οι συμμετέχοντες υποβλήθηκαν σε τεστ προσωπικότητας και συμπεριφοράς. Στη συνέχεια υποβάλλονταν κάθε 6 μήνες καθόλη τη διάρκεια της έρευνας, σε κλινική εξέταση με καταγραφή μεταξύ άλλων της πίεσης, της χοληστερόλης και του δείκτη μάζας σώματος. Οι εν λόγω παράμετροι αποτελούν ένδειξη του βαθμού κινδύνου που ένα άτομο διατρέχει για να αναπτύξει στεφανιαία καρδιακή νόσο.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η παρουσία του κάθε αρνητικού ψυχολογικού χαρακτηριστικού από μόνο του, συσχετιζόταν με αυξημένο κίνδυνο για καρδιοπάθεια. Η παρουσία δύο ή περισσότερων χαρακτηριστικών ήταν ο καλύτερος προγνωστικός παράγοντας για τον κίνδυνο που είχε ένα άτομο να προσβληθεί από καρδιοπάθεια λόγω στεφανιαίας νόσου.

Οι πρακτικές κλινικές προεκτάσεις των ευρημάτων αυτών, είναι ότι οι γιατροί πιθανόν να πρέπει να εξετάζουν όχι μόνο την πίεση, τη χοληστερόλη και το δείκτη μάζας σώματος ως παράγοντες κινδύνου για καρδιοπάθεια σε ένα ασθενή αλλά παράλληλα και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητας του.

Η αναγνώριση της ύπαρξης στην προσωπικότητα του ασθενούς ενός ή περισσότερων αρνητικών ψυχολογικών χαρακτηριστικών, θα μπορούσε να επιτρέπει έγκαιρες θεραπευτικές προσεγγίσεις που στόχο θα είχαν την πρόληψη καρδιακών παθήσεων διαμέσου της απάμβλυνσης των ψυχολογικών προβλημάτων.

Πρέπει να τονίσουμε ότι υπήρχαν μερικοί περιορισμοί στην ενδιαφέρουσα αυτή εργασία. Οι συμμετέχοντες ήσαν μόνο άνδρες και στις γυναίκες η κατάσταση ίσως να μην είναι ακριβώς η ίδια. Επίσης επειδή οι άνδρες ήσαν λευκοί, πιθανόν σε μη λευκούς να μην ισχύουν τα ίδια συμπεράσματα.

Είναι λοιπόν σημαντικό οι γιατροί να αναγνωρίζουν ποιοι από τους ασθενείς τους χρειάζονται ψυχολογική στήριξη παράλληλα με τα άλλα καθαρά οργανικά μέτρα πρόληψης των καρδιοπαθειών όπως ο έλεγχος της πίεσης, της παχυσαρκίας και της χοληστερόλης.

Βέβαια υπάρχει ανάγκη για ολοκληρωμένα προγράμματα ψυχολογικής στήριξης των ασθενών που να τους διαπαιδαγωγούν και να τους βοηθούν να αναγνωρίζουν, να χειρίζονται και να ελέγχουν καλύτερα τα αισθήματα επιθετικότητας, θυμού, άγχους και κατάθλιψης.

Θα τονίσουμε ότι τέτοια προγράμματα ψυχολογικής διαπαιδαγώγησης για έλεγχο των αρνητικών ψυχολογικών χαρακτηριστικών της προσωπικότητας, θα πρέπει να αρχίζουν νωρίς στη ζωή, προτού ακόμη εκδηλωθούν τα κλινικά σημεία καρδιακής πάθησης, όπως θα πρέπει να γίνεται και με τα προγράμματα ελέγχου των οργανικών παραγόντων που προδιαθέτουν για καρδιοπάθειες.

Δυστυχώς σήμερα δεν δίνεται η δέουσα σημασία στην επίδραση που έχουν οι αρνητικές ψυχολογικές καταστάσεις στην καρδία. Επιπρόσθετα δεν υπάρχουν σε ικανοποιητικό βαθμό προγράμματα ολοκληρωτικής ψυχολογικής στήριξης για τους ασθενείς με τέτοια προβλήματα που να έχουν πρωταρχικό στόχο τη μείωση του καρδιακού κινδύνου.

Βοηθώντας τους ανθρώπους να αποφεύγουν ή να ελέγχουν καλύτερα τους οργανικούς και ψυχολογικούς παράγοντες που αυξάνουν σημαντικά τον κίνδυνο για καρδιοπάθεια, είναι βέβαιο ότι θα βελτιώνεται σημαντικά η υγεία και ποιότητα ζωής σε πολύ μεγάλο αριθμό ανθρώπων ενώ ταυτόχρονα θα διασώζονται πολλοί από πρόωρο θάνατο.